ανεπιτηδειότητα

ανεπιτηδειότητα
η (Α ἀνεπιτηδειότης)
1. αδεξιότητα, ανικανότητα
2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπιτηδειότητα — ἀνεπιτηδειότης unfitness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτεχνος — η, ο (AM ἄτεχνος, ον) [τέχνη] Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, άκομψος, απλοϊκός 2. (για πράγμα) κακοφτιαγμένος 3. (για πρόσ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος II. επίρρ. ατέχνως αμελέτητα πρόχειρα αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τo… …   Dictionary of Greek

  • αδεξιότητα — η [αδέξιος] έλλειψη επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα …   Dictionary of Greek

  • απειρία — (I) η (AM ἀπειρία) [άπειρος(Ι)] έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα. (II) η (AM ἀπειρία) [άπειρος (II)] το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί αρχ. 1. αιωνιότητα 2. άπειρο διάστημα …   Dictionary of Greek

  • επαριστερότητα — η (Α ἐπαριστερότης) [επαρίστερος] 1. αριστεροχειρία 2. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα …   Dictionary of Greek

  • σκαιότητα — η / σκαιότης, ητος, ΝΑ [σκαιός] η ιδιότητα τού σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τόν έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.) αρχ. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”